- πιόσιμο
- το, Ν1. η ενέργεια τού πίνω, η πόση2. (με ειδική σημ.) η οινοποσία3. η γεύση που προκαλείται από το ποτό («το κρασί δεν έχει καλό πιόσιμο» — το κρασί δεν αφήνει ωραία γεύση στο στόμα)4. ως επίθ. αυτό που μπορεί κανείς να πιει, το πόσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού αρχ. επιθέτου πόσιμος* κατ' επίδραση τής υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω (πρβλ. πιόμα) τού πίνω].
Dictionary of Greek. 2013.